- πεπολιτεῦσθαι
- πεπολῑτεῦσθαι , πολιτεύωto be a citizenperf inf mpπεπολῑτεῦσθαι , πολιτεύωto be a citizenperf inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.